Σε κάποιες περιπτώσεις, ένα ενδοδοντικά θεραπευμένο δόντι μπορεί να μπορεί να μην ανταποκριθεί ευνοϊκά στην αρχική θεραπεία για διάφορους λόγους. Οι συνηθέστεροι είναι:
Ανεπαρκής αντισηψία, αδυναμία επιμελούς χημικομηχανικoύ καθαρισμού και ερμητικής έμφραξης του συστήματος των ριζικών σωλήνων.
Αδυναμία θεραπείας στενών ή κεκαμμένων ριζικών σωλήνων κατά την αρχική διαδικασία.
Αποτυχία ανεύρεσης και θεραπείας όλων των ριζικών σωλήνων.
Ανατομική πολυπλοκότητατων ριζικών σωλήνων.
Πρόκληση ιατρογενών βλαβών (διάτρηση, βάθρο, θραύση μικροεργαλείου) κατά την προσπάθεια πραγματοποίησης της ενδοδοντικής θεραπείας.
Κακή αποκατάσταση μύλης.
Σημαντική καθυστέρηση της αποκατάστασης της μύλης του δοντιού μετά την ενδοδοντική θεραπεία με αποτέλεσμα τη μικροδιείσδυση μικροβίων από την προσωρινή έμφραξη.
Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ένα νέο πρόβλημα μπορεί να προκαλέσει την αποτυχία σε μία αρχικά άρτια ενδοδοντική θεραπεία. Για παράδειγμα :
Νέα τερηδόνα της εξωτερικής μυλικής αποκατάστασης μπορεί να οδηγήσει στην επιμόλυνση του συστήματος των ριζικών σωλήνων λόγω της έκθεσής τους στα μικρόβια του στοματικού περιβάλλοντος.
Πρόκληση κατάγματος στο δόντι.
Ένα δόντι με προηγούμενη ενδοδοντική θεραπεία μπορεί να παρουσιάσει επώδυνα συμπτώματα μήνες ή χρόνια μετά την αρχική θεραπεία.
Με την επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας επιχειρείται η αντιμετώπιση και εξάλειψη του αιτιολογικού παράγοντα, που συνήθως αφορά το επιμολυσμένο εσωτερικό του συστήματος των ριζικών σωλήνων. Η δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών θα βοηθήσει τους αμυντικούς μηχανισμούς του οργανισμού στην επούλωση της βλάβης. Ο τελικός σκοπός είναι η διατήρηση του δοντιού στον οδοντικό φραγμό.
Η επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας εμπεριέχει περισσότερες προκλήσεις σε σχέση με την αρχική θεραπεία κυρίως λόγω της διαφορετικής (πιο ανθεκτικής) μικροβιακής χλωρίδας και των τεχνικών δυσχερειών που έχουν προκληθεί στο σύστημα των ριζικών σωλήνων (ύπαρξη παλαιών εμφρακτικών υλικών, παρουσία αξόνων, παρουσία ιατρογενών βάθρων κλπ).
Όλοι οι οδοντίατροι στο στάδιο των προπτυχιακών τους σπουδών αποκτούν τις βασικές γνώσεις που απαιτούνται για την επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας.
Ωστόσο αρκετά περιστατικά χρειάζονται τις εξειδικευμένες γνώσεις, τις τεχνικές δεξιότητες και τον ειδικό τεχνολογικό εξοπλισμό που διαθέτει ο Ενδοδοντολόγος για να αντιμετωπισθούν με επιτυχία.
Αρχικά μετά από προσεκτική κλινική και ακτινογραφική εξέταση ο ενδοδοντολόγος θα προσπαθήσει να κατανοήσει τα αίτια της αποτυχίας και θα συζητήσει μαζί σας τις πιθανές θεραπευτικές επιλογές.
Αν αποφασισθεί η επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας, θα αφαιρέσει τα υλικά της μυλικής αποκατάστασης και θα προσπαθήσει να επιτύχει εκ νέου την πρόσβαση στους ριζικούς σωλήνες. Σε κάποιες περιπτώσεις η παρουσία σύνθετων υλικών, άξονες – κώνοι αργύρου – ρητινώδη υλικά αποκατάστασης, απαιτούν την εφαρμογή εξειδικευμένων εργαλείων και συσκευών για την επιτυχή αφαίρεσή τους.
Μετά την αφαίρεση των προηγούμενων υλικών, εφαρμόζεται ένα προσεκτικό πρωτόκολλο καθαρισμού και απολύμανσης των ριζικών σωλήνων για την εξάλειψη του μικροβιακού παράγοντα. Στο στάδιο αυτό με τη χρήση του χειρουργικού μικροσκοπίου εξετάζεται η ύπαρξη επιπλέον ριζικών σωλήνων ή ιδιάζουσας ριζικής ανατομίας που παραλείφθηκε κατά την προηγούμενη θεραπεία.
Συνηθέστερα στην επόμενη συνεδρία, μετά την πάροδο λίγων ημερών, προκειμένου τα αντισηπτικά υλικά να μεγιστοποιήσουν τη δράση τους και να ελεγχθούν τα συμπτώματα, το σύστημα των ριζικών σωλήνων εμφράσεται μόνιμα.
Ο ασθενής επιστρέφει άμεσα στον οδοντίατρο για την εξωτερική μυλική αποκατάσταση (έμφραξη ή στεφάνη) που είναι εξίσου σημαντική για τη μορφολογική, αισθητική και λειτουργική παρουσία του δοντιού στον οδοντικό φραγμό.
Ο ασθενής επανακαλείται από τον ενδοδοντολόγο σε χρονικά διαστήματα 3,6,12 και 24 μηνών, ανάλογα κάθε φορά με το είδος της βλάβης, για τον έλεγχο της πορείας της θεραπείας και την πρόοδο της επούλωσης των ιστών.
Ο έλεγχος περιλαμβάνει την κλινική και ακτινογραφική εξέταση και διαρκεί λίγα λεπτά.
Το κόστος της επανάληψης της ενδοδοντικής θεραπείας εξαρτάται από την πολυπλοκότητα κάθε περιστατικού.
Συνήθως είναι κατά τι υψηλότερο σε σχέση με την αρχική ενδοδοντική θεραπεία καθώς η διαδικασία είναι πιο σύνθετη,αφού απαιτείται περισσότερος χρόνος για την αφαίρεση των προηγούμενων υλικών και τον προσεκτικό καθαρισμό – απολύμανση των ριζικών σωλήνων.
Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι σημαντικά πιο οικονομική λύση συγκριτικά με εναλλακτικά σχέδια, όπως η εξαγωγή του δοντιού και η τοποθέτηση οδοντικού εμφυτεύματος ή γέφυρας.
Όταν η επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας δεν είναι εφικτή, η περιακρορριζική χειρουργική μπορεί να αποτελέσει μία εναλλακτική λύση. Η διαδικασία περιλαμβάνει την πρόσβαση στη μολυσμένη ακρορριζική περιοχή μέσω της δημιουργίας τομής και αναπέτασης των μαλακών μορίων που καλύπτουν το οστό. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το ποσοστό επιτυχίας σε αυτή την περίπτωση είναι σημαντικά μικρότερο όταν η προϋπάρχουσα ενδοδοντική θεραπεία είναι ατελής.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η χειρουργική διαδικασία μπορεί να εφαρμοσθεί σε συνδυασμό με την επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας, για την αντιμετώπιση τεχνικών προβλημάτων ή παθολογίας που θα κριθεί ότι δεν μπορούν να επιλυθούν μόνο με τη συντηρητική θεραπεία.
Παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις και την πρόοδο της επιστήμης, η διάσωση ενός φυσικού δοντιού δεν είναι πάντοτε εφικτή. Συχνά η εξαγωγή του δοντιού αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση. Η απώλεια ενός δοντιού θα πρέπει να αποκαθίσταται το συντομότερο δυνατό με την τοποθέτηση ακίνητης γέφυρας ή συνηθέστερα με την τοποθέτηση οδοντικού οστεοενσωματούμενου εμφυτεύματος. Η μη έγκαιρη προσθετική αποκατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε μετακίνηση των γειτονικών δοντιών, υπερέκφυση των ανταγωνιστών, να προκαλέσει περιοδοντικά ή αισθητικά προβλήματα. Ο οδοντίατρος θα σας ενημερώσει για τον τρόπο αποκατάστασης σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης.
Όταν είναι εφικτό, η διατήρηση του φυσικού δοντιού έναντι άλλης επιλογής είναι η ενδεδειγμένη λύση. Τα ενδοδοντικά θεραπευμένα δόντια μπορούν να λειτουργούν στο στοματικό περιβάλλον για πολλά χρόνια.
Οι συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις και η πρόοδος στην κατανόηση των παραγόντων που αφορούν στη φυσιολογία και την παθολογία του δοντιού και των περιακρορριζικών ιστών βελτιώνουν συνεχώς τη μακροχρόνια επιβίωση των δοντιών μετά από επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας.
Ο ενδοδοντολόγος έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει νέες τεχνικές και υλικά για την επίλυση των προβλημάτων που εμφανίσθηκαν μετά την αρχική θεραπεία.
Η απόφαση για την επιλογή του σχεδίου θεραπείας (επανάληψη ή όχι) θα είναι απόρροια της συνεκτίμησης πολλών παραγόντων από τον ενδοδοντολόγο, τον οδοντίατρο και τον ασθενή, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης ξεχωριστά.