Με τη χειρουργική προσέγγιση επιχειρείται η αντιμετώπιση και εξάλειψη του αιτιολογικού παράγοντα σε δόντια, που δεν έχουν ανταποκριθεί ή δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τη συντηρητική ενδοδοντική θεραπεία.
Τα πιο συχνά παραδείγματα αφορούν περιπτώσεις με αληθή περιακρορριζική κύστη, εξωρριζική λοίμωξη, αδυναμία πρόσβασης στο ακρορρίζιο του δοντιού λόγω ιατρογενών βλαβών (βάθρο, σπασμένο εργαλείο), ενασβεστιωμένων ριζικών σωλήνων ή προσθετικών εργασιών (ενδορριζικοί άξονες κλπ).
Ο τελικός σκοπός είναι η διατήρηση του δοντιού στον οδοντικό φραγμό.
Όταν η επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας δεν είναι εφικτή, η περιακρορριζική χειρουργική μπορεί να αποτελέσει μία εναλλακτική λύση. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το ποσοστό επιτυχίας σε αυτή την περίπτωση είναι σημαντικά μικρότερο όταν η προϋπάρχουσα ενδοδοντική θεραπεία είναι ατελής.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η χειρουργική διαδικασία μπορεί να εφαρμοσθεί σε συνδυασμό με την επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας, για την αντιμετώπιση τεχνικών προβλημάτων ή παθολογίας που θα κριθεί ότι δεν μπορούν να επιλυθούν μόνο με τη συντηρητική θεραπεία.
Επίσης η χειρουργική προσέγγιση μπορεί να εφαρμοσθεί σε περιπτώσεις διαφοροδιαγνωστικού διλήμματος, όπως η διάγνωση του ατελούς επιμήκους κατάγματος.
Όλοι οι οδοντίατροι στο στάδιο των προπτυχιακών τους σπουδών αποκτούν τις βασικές γνώσεις που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μικρών ενδοστοματικών χειρουργικών πράξεων.
Ωστόσο τα ενδοδοντικά περιστατικά που χρειάζονται χειρουργική αντιμετώπιση χρειάζονται τις εξειδικευμένες γνώσεις, τις τεχνικές δεξιότητες και τον ειδικό τεχνολογικό εξοπλισμό που διαθέτει ο Ενδοδοντολόγος για να αντιμετωπισθούν με επιτυχία.
Η διαδικασία πραγματοποιείται υπό τοπική αναισθησία και περιλαμβάνει την πρόσβαση στη μολυσμένη ακρορριζική περιοχή μέσω της δημιουργίας τομής και αναπέτασης των μαλακών μορίων που καλύπτουν το οστό. Στη συνέχεια με ειδικά κοχλιάρια αφαιρείται ο φλεγμονώδης ιστός, αποκόπτονται τα τελευταία 3 χιλιοστά της ρίζας και τοποθετείται ανάστροφη έμφραξη στο σημείο αποκοπής. Τα μαλακά μόρια επαναφέρονται στη θέση τους και καθηλώνονται με ενδοστοματικά ράμματα. Στο ασθενή χορηγούνται αναλγητική και κατά περίπτωση αντιβιοτική φαρμακευτική αγωγή.
Ο ασθενής επανακαλείται από τον ενδοδοντολόγο σε χρονικά διαστήματα 3,6,12 και 24 μηνών, ανάλογα κάθε φορά με το είδος της βλάβης, για τον έλεγχο της πορείας της θεραπείας και την πρόοδο της επούλωσης των ιστών.
Ο έλεγχος περιλαμβάνει την κλινική και ακτινογραφική εξέταση και διαρκεί λίγα λεπτά.
Το κόστος της χειρουργικής ενδοδοντικής θεραπείας εξαρτάται από την πολυπλοκότητα κάθε περιστατικού.
Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι σημαντικά πιο οικονομική λύση συγκριτικά με εναλλακτικά σχέδια, όπως η εξαγωγή του δοντιού και η τοποθέτηση οδοντικού εμφυτεύματος ή γέφυρας.
Κάποια ασφαλιστικά ταμεία ή οργανισμοί καλύπτουν μέρος ή το σύνολο της θεραπείας.
Παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις και την πρόοδο της επιστήμης, η διάσωση ενός φυσικού δοντιού δεν είναι πάντοτε εφικτή. Συχνά η εξαγωγή του δοντιού αποτελεί τη μόνη ενδεδειγμένη λύση. Η απώλεια ενός δοντιού θα πρέπει να αποκαθίσταται το συντομότερο δυνατό με την τοποθέτηση ακίνητης γέφυρας ή συνηθέστερα με την τοποθέτηση οδοντικού οστεοενσωματούμενου εμφυτεύματος. Η μη έγκαιρη προσθετική αποκατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε μετακίνηση των γειτονικών δοντιών, υπερέκφυση των ανταγωνιστών, να προκαλέσει περιοδοντικά ή αισθητικά προβλήματα. Ο οδοντίατρος θα σας ενημερώσει για τον τρόπο αποκατάστασης σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης.
Όταν είναι εφικτό, η διατήρηση του φυσικού δοντιού έναντι άλλης επιλογής είναι η ενδεδειγμένη λύση. Τα δόντια που στο παρελθόν αντιμετωπίσθηκαν με περιακρορριζική χειρουργική μπορούν να λειτουργούν στο στοματικό περιβάλλον για πολλά χρόνια.
Οι συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις (χειρουργικό μικροσκόπιο, ειδικά άκρα υπερήχων, ανάπτυξη πιο βιοσυμβατών υλικών κλπ) και η πρόοδος στην κατανόηση των παραγόντων που αφορούν στη φυσιολογία και την παθολογία του δοντιού και των περιακρορριζικών ιστών βελτιώνουν συνεχώς τη μακροχρόνια επιβίωση των δοντιών μετά από χειρουργική ενδοδοντική θεραπεία.
Ο ενδοδοντολόγος έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει νέες τεχνικές και υλικά για την επίλυση των προβλημάτων που εμφανίσθηκαν μετά τη συντηρητική θεραπεία.
Η απόφαση για την επιλογή του σχεδίου θεραπείας (επανάληψη ή όχι) θα είναι απόρροια της συνεκτίμησης πολλών παραγόντων από τον ενδοδοντολόγο, τον οδοντίατρο και τον ασθενή, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης ξεχωριστά.